Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χτύπος ο [xtípos] Ο18 : ΣYN χτύπημαI6. 1. δυνατός κρότος: Aκούστηκαν χτύποι στην πόρτα. 2. ρυθμικός θόρυβος ενός οργάνου που λειτουργεί: Οι χτύποι της καρδιάς / του ρολογιού. || (οικ.) ταχυπαλμία που προκαλείται συνήθ. από αγωνία: M΄ έπιασε ~.
[μσν. χτύπος `κρότος από χτύπημα΄ < αρχ. κτύπος `κρότος, θόρυβος΄ με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]



