Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χτυποκάρδι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χτυποκάρδι το [xtipokárδi] Ο44α : αγωνία, μεγάλη ανησυχία ή συγκίνη ση· καρδιοχτύπι: M΄ έπιασε ένα ~ την ώρα των εξετάσεων! Tα νεανικά / μαθητικά / ερωτικά χτυποκάρδια. Tα πρώτα χτυποκάρδια, οι πρώτες ερωτικές συγκινήσεις.

[χτυπ(ώ) -ο- + καρδ(ιά) -ι: καρδιοχτύπι με αντιστροφή των συνθετικών (σύγκρ. κοιλόπονος - πονόκοιλος)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go