Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χτιστός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χτιστός -ή -ό [xtistós] Ε1 : που έχει κατασκευαστεί με χτίσιμο: ~ πάγκος. Xτιστό μπαλκόνι. || Xτιστή μπανιέρα.

[ελνστ. κτιστός με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες