Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χτένισμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χτένισμα το [xténizma] Ο49 : η ενέργεια του χτενίζω. 1α. τακτοποίηση των μαλλιών: Tα μαλλιά σου θέλουν ~. β. ο τρόπος που χτενίζουμε τα μαλλιά· κόμμωση: Aπλό / πολύπλοκο / μοντέρνο ~. Ωραίο το χτένισμά σου! 2. (μτφ.) α. συστηματική έρευνα μιας περιοχής. β. οι τελευταίες διορθώσεις σε ένα κείμενο: Tο άρθρο θέλει ακόμα ένα ~. χτενισματάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[μσν. κτένισμα με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < κτενισ- (δες χτενίζω) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go