Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χρώση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χρώση η [xrósi] Ο31 : (λόγ., βιολ.) χρωμάτισμα, συνήθ. για ζωικούς ιστούς ή φυτικές ουσίες: H ~ του δέρματος / των κυττάρων.

[λόγ. < ελνστ. χρῶ(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go