Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χρώμιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χρώμιο το [xrómio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : χημικό στοιχείο άσπρο, γυαλιστε ρό και ανοξείδωτο που ανήκει στα μέταλλα.

[λόγ. < γαλλ. chrom(e) -ιον < αρχ. χρῶμα, επειδή παράγει πολύχρωμες ενώσεις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες