Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χρωστικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χρωστικός -ή -ό [xrostikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη χρώση: Xρωστικές ουσίες. || (ως ουσ., βιολ.) η χρωστική, ουσία που βρίσκεται μέσα στους ιστούς του σώματος και τους δίνει χρώμα: H χρωστική του δέρματος.

[λόγ. < αρχ. χρωσ- (χρῴζω) `βάφω΄ -τικός μτφρδ. γαλλ. colorant]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go