Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χρυσοθήρας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χρυσοθήρας ο [xrisoθíras] Ο3 : αυτός που ψάχνει να βρει κοιτάσματα χρυσού για προσωπικό κέρδος: Οι χρυσοθήρες στην Aμερική του 19ου αι.

[λόγ. < μσν. χρυσοθήρας < χρυσο- + -θήρας]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go