Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χρυσαφικό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χρυσαφικό το [xrisafikó] Ο38 (συνήθ. πληθ.) : κόσμημα από χρυσό. || (ειρ.) για πολλά και φανταχτερά κοσμήματα: Tο τι ~ φορούσε δε λέγεται.

[χρυσάφ(ι) -ικό, ουδ. του -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες