Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χρυσή
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χρυσή η [xrisí] Ο29 : (λαϊκότρ.) ίκτερος: Bγάζω τη ~, παθαίνω ίκτερο και ως ΦΡ φοβάμαι, θυμώνω πολύ.

[ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. χρυσός (ενν. αρρώστια)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go