Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χρονοτριβή
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χρονοτριβή η [xronotriví] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χρονοτριβώ· η καθυστέρηση, η αργοπορία που προκαλεί η βραδύτητα στην ολοκλήρωση μιας ενέργειας: Nα τελειώσεις τη δουλειά σου χωρίς ~.

[λόγ. χρονοτριβ(ώ) -ή κατά το σχ.: τρίβω - τριβή σφαλερή δημιουργία αντί χρονοτριβία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go