Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χρονομέτρης
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χρονομέτρης ο [xronométris] Ο10 : αυτός που κάνει τη χρονομέτρηση, κυρίως σε αθλητικά αγωνίσματα.

[λόγ. < γαλλ. chronométreur `τεχνικός που χρονομετρά΄ < chronomètre = χρονόμετρ(ον) -ης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χρονομέτρηση η [xronométrisi] Ο33 : η ενέργεια του χρονομετρώ: ~ ενός αθλητικού αγωνίσματος / μιας ομιλίας.

[λόγ. χρονομετρη- (χρονομετρώ) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go