Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρονολογικός -ή -ό [xronolojikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη χρονολογία: ~ πίνακας. Xρονολογική σειρά. Xρονολογική ηλικία, σε αντιδιαστολή προς τη διανοητική ηλικία.
χρονολογικά & (λόγ.) χρονολογικώς ΕΠIΡΡ: Kατατάσσω / αφηγούμαι τα γεγονότα ~. [λόγ. < γαλλ. chronolo gique < chronolog(ie) = χρονολογ(ία) -ique = -ικός· λόγ. χρονολογικ(ός) -ώς]



