Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χρονοεπίδομα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χρονοεπίδομα το [xronoepíδoma] Ο49 : επίδομα που παίρνει ένας υπάλληλος και του οποίου το ύψος εξαρτάται από τα χρόνια υπηρεσίας που έχει.

[λόγ. χρονο- 1 + επίδομα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go