Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χρονικογράφος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χρονικογράφος ο [xronikoγráfos] Ο18 : συντάκτης, συγγραφέας χρονικού1.

[λόγ. χρονικ(όν)1 -ο- + -γράφος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go