Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χρησικτησία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χρησικτησία η [xrisiktisía] Ο25 : η απόκτηση της κυριότητας ενός πράγματος ή κτήματος ύστερα από συνεχή χρήση, για χρονικό διάστημα που ορίζει ο νόμος.

[λόγ. χρήσι(ς) + -κτησία κατά το ιδιοκτησία μτφρδ. υστλατ. usucapio]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go