Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρηματοπιστωτικός -ή -ό [xrimatopistotikós] Ε1 : (οικον.) που αναφέρεται στο δανεισμό χρημάτων: Xρηματοπιστωτικό σύστημα.
[λόγ. χρηματο- + πιστωτικός]



