Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρηματοδοτικός -ή -ό [xrimatoδotikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη χρηματοδότηση: H χρηματοδοτική πολιτική της κυβέρνησης. Xρηματοδοτικό σύστημα.
[λόγ. χρηματοδότ(ης) -ικός]



