Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χρηματίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χρηματίζω [xrimatízo] Ρ2.1α (μόνο στο αορ. θ.) : υπηρετώ, διατελώ: Xρημάτισε δήμαρχος / πρεσβευτής / υπουργός.

[λόγ. < αρχ. χρηματίζω `ασκώ δημόσια καθήκοντα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες