Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρεώστης ο [xreóstis] Ο10 θηλ. χρεώστρια [xreóstria] Ο27 : 1.αυτός που χρωστάει χρήματα· οφειλέτης. ANT πιστωτής, δανειστής. 2. (μτφ.) αυτός που έχει κάποια ηθική υποχρέωση σε κπ.: Είμαστε χρεώστες απέναντι στην πατρίδα / στην οικογένειά μας.
[λόγ.: 1: ελνστ. χρεώστης· 2: σημδ. γαλλ. débiteur· λόγ. χρεώσ(της) -τρια]