Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρεωστικός -ή -ό [xreostikós] Ε1 : που αναφέρεται στη χρέωση. ANT πιστωτικόςγ: Xρεωστικό υπόλοιπο. || (ως ουσ.) το χρεωστικό.
[λόγ. < μσν. χρεωστικός < χρεώστ(ης) -ικός]



