Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χούι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χούι το [xúi] Ο45 : (οικ.) συνήθεια, ιδιορρυθμία, συνήθ. ενοχλητική για τους άλλους: Είναι ξένος και δεν ξέρω τα χούγια του. Tο έχει ~ να γκρινιάζει. (γνωμ.) πρώτα βγαίνει η ψυχή κι ύστερα το ~, ο άνθρωπος πολύ δύσκο λα αλλάζει συνήθειες. ΦΡ (δεν) ταιριάζουν* τα χούγια τους.

[τουρκ. huy]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go