Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χουχουλίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χουχουλίζω [xuxulízo] Ρ2.1α : (οικ.) ζεσταίνω κτ. με την ανάσα μου: Xουχούλιζε τα παγωμένα χέρια του. Xουχουλίζει το τζάμι για να το θαμπώσει.

[*χουχούλ(α < χου χ(ού) -ούλα) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες