Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χουζουρλής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χουζουρλής ο [xuzurlís] Ο8 θηλ. χουζουρλού [xuzurlú] Ο37 : (οικ.) αυτός που του αρέσει να χουζουρεύει: ~ γάτος.

[τουρκ. huzur(lu) -λής· χουζουρλ(ής) -ού]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go