Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χορωδός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χορωδός ο [xoroδós] Ο17 θηλ. χορωδός [xoroδós] Ο34 : μέλος χορωδίας.

[λόγ. χορωδ(ία) -ός (αναδρ. σχημ.) απόδ. γαλλ. choriste (< λατ. chorus < αρχ. χορός)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες