Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χορτοφάγος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χορτοφάγος -α / -ος -ο [xortofáγos] Ε14 : που τρέφεται αποκλειστικά με φυτικές τροφές: Xορτοφάγα ζώα. || (για άνθρ.) που συνηθίζει να τρώει χόρτα και λαχανικά. || (συνήθ. ως ουσ.): Εστιατόριο ειδικό για χορτοφάγους.

[λόγ. < μσν. χορτοφάγος `ζώο που τρώει χορτάρι΄ < χορτο- + -φάγος σημδ. αγγλ. vegetarian· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες