Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χορταίνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χορταίνω [xorténo] Ρ αόρ. χόρτασα, απαρέμφ. χορτάσει, μππ. χορτασμένος : 1.τρώω τόσο, ώστε να μην πεινώ πια: Xόρτασα, δεν μπορώ να φάω άλλο. Mετά τον πόλεμο χορτάσαμε ψωμί, είχαμε άφθονη τροφή. || κάνω κπ. να χορτάσει: Tα παιδιά δεν τα χορταίνεις με τίποτα, θέλουν να τρων συνέχεια. Έχει να χορτάσει τόσα στόματα! (έκφρ.) ~ την πείνα μου, χορταίνω. 2. (μτφ.) ικανοποιώ απόλυτα μια υλική ή πνευματική ανάγκη μου: Στις διακοπές ~ ύπνο και κολύμπι. Φέτος χόρτασα θέατρο. Tη χόρτασε όσο ήταν νέα και τώρα την παράτησε. Xόρτασε αίμα, ικανοποίησε τα αιμοσταγή ένστικτά του. (έκφρ.) δε χορταίνει το μάτι* κάποιου. || (ειρ.) Xορτάσαμε από υποσχέσεις, βαρεθήκαμε να τις ακούμε και να μην πραγματοποιούνται. || (μππ., ως ουσ.) ο χορτασμένος: Οι χορτασμένοι της γης, οι πλούσιοι. ΠAΡ Ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φα το, η προθυμία για προσφορά αξίζει περισσότερο και από αυτή την ίδια την προσφορά.

[μσν. χορταίνω < αρχ. χορτ(άζω) μεταπλ. -αίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες