Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χορογράφος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χορογράφος ο [xoroγráfos] Ο18 θηλ. χορογράφος [xoroγráfos] Ο35 : καλλιτέχνης που ασχολείται με τη χορογραφία.

[λόγ. < γαλλ. chorégraphe < chorégraph(ie) = χορογραφ(ία) -ος (αναδρ. σχημ.)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες