Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χορευτικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χορευτικός -ή -ό [xoreftikós] Ε1 : που έχει σχέση με το χορευτή ή με το χορό: Xορευτικό συγκρότημα. Xορευτικές εκδηλώσεις / κινήσεις. Xορευτική τέχνη. || (ως ουσ.) τα χορευτικά, το χορευτικό μέρος μιας παράστασης.

[λόγ. < ελνστ. χορευτικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go