Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χορευτής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χορευτής ο [xoreftís] Ο7 θηλ. χορεύτρια [xoréftria] Ο27 : αυτός που χορεύει ως ερασιτέχνης ή ως επαγγελματίας: Kαλός / επιδέξιος / κακός ~. ~ λαϊκών χορών. Xορεύτρια κλασικού μπαλέτου.

[αρχ. χορευτής (αρχικά: στο χορό του δράματος)· λόγ. χορευ(τής) -τρια (πρβ. ελνστ. χορευτρία)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go