Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χορείος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χορείος ο [xoríos] Ο18 : στην αρχαία ελληνική μετρική, μετρικός πόδας που αποτελείται από τρεις βραχείες συλλαβές.

[λόγ. < ελνστ. χορεῖος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες