Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χοντρόπετσος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χοντρόπετσος -η -ο [xondrópetsos] Ε5 : 1.που έχει χοντρή πέτσα ή φλούδα. 2. (μτφ., μειωτ.) που δεν τον θίγει, δεν τον συγκινεί τίποτε· παχύδερμος.

[χοντρο- + πετσ(ί), πέτσ(α) -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go