Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χοντρομπαλάς -ού -άδικο -ούδικο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χοντρομπαλάς -ού -άδικο / -ούδικο [xondrobalás] Ε9α : (μειωτ.) για κπ. που είναι πολύ χοντρός.

[χοντρο- + μπάλ(α) -άς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες