Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χοντρεμπόριο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χοντρεμπόριο το [xondrembório] Ο42 & χονδρεμπόριο το [xonδrembó rio] Ο40 : αγορά από την παραγωγή σε μεγάλες ποσότητες και πώληση στο λιανικό εμπόριο. ANT λιανεμπόριο: ~ κρέατος / λαχανικών.

[λόγ. χονδρ(ός) + εμπόριον μτφρδ. γαλλ. commerce en gros και προσαρμ. στη δημοτ. κατά το χοντρός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες