Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χοντρέμπορος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χοντρέμπορος ο [xondrémboros] Ο20α & χονδρέμπορος ο [xonδrémbo ros] Ο19 & (προφ.) χοντρέμπορας ο [xondrémboras] Ο5 : έμπορος που κάνει χοντρικό εμπόριο: Οι μικρέμποροι ψωνίζουν από τους χοντρέμπορους.

[λόγ. χονδρ(ός) + έμπορος μτφρδ. γαλλ. commerçant en gros και προσαρμ. στη δημοτ. κατά το χοντρός· μεταπλ. κατά το έμπορος > έμπορας]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go