Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χοληστερόλη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χοληστερόλη η [xolisteróli] Ο30 : (φυσιολ.) χοληστερίνη.

[λόγ. < διεθ. cholester(ine) = χοληστερ(ίνη) -ol = -όλη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go