Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χολ
20 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χολ το [xól] Ο (άκλ.) : βοηθητικός χώρος, συνήθ. τετραγωνισμένος, που οδηγεί σε διάδρομο ή στους κύριους χώρους ενός σπιτιού, διαμερίσματος, ξενοδοχείου κτλ.: Tο διαμέρισμα έχει ένα μεγάλο ~, ένα μικρό προχόλ και ένα στενό διάδρομο. χολάκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αγγλ. hall]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χολέρα η [xoléra] Ο25 : 1.λοιμώδης, επιδημική, συχνά θανατηφόρα ασθένεια, που χαρακτηρίζεται από συνεχείς κενώσεις και εμετούς: Έπεσε ~. Θα πάθουμε ~ από τη βρόμα. Tον αποφεύγουν σαν τη ~ / σαν να έχει ~. || μεταδοτική νόσος των ορνίθων. 2. (μτφ.) για πρόσωπο, ιδίως για γυναίκα, με πολύ κακό χαρακτήρα: Aυτή είναι ~ και πανούκλα.

[αρχ. χολέρα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χολεριασμένος -η -ο [xolerjazménos] Ε3 : (λαϊκότρ.) που έχει χολέρα.

[μππ. του χολεριάζω < χολέρ(α) -ιάζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χολερικός -ή -ό [xolerikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με τη χολέρα. 2. (ως ουσ., ψυχ.) ο χολερικός, ένας από τους τέσσερις βασικούς τύπους χαρακτήρων, που χαρακτηρίζεται από μεγάλη ευαισθησία και από πυρετώδη δραστηριότητα, σε αντίθεση με το φλεγματικό.

[λόγ.: 1: αρχ. χολερικός· 2: γαλλ. cholérique (στη νέα σημ.) < λατ. cholericus < αρχ. χολερικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χολερυθρίνη η [xoleriθríni] Ο30 : (φυσιολ.) η κύρια χρωστική ουσία της χολής, που προέρχεται από την αιμοσφαιρίνη των ερυθρών αιμοσφαιρίων και που βρίσκεται φυσιολογικά σε μικρές ποσότητες στο πλάσμα του αίματος.

[λόγ. χολ(ο)- + ερυθρ(ός) -ίνη μτφρδ. διεθ. bili- + rub-in]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χολή η [xolí] Ο29 : 1α.πικρό και πρασινωπό παχύρρευστο υγρό που εκκρίνεται από το συκώτι, συγκεντρώνεται στη χοληδόχο κύστη και χύνεται στο έντερο, για να διευκολύνει την πέψη: Πικρός σαν ~. ΦΡ αντί του μάννα* ~. ποτίζω* κπ. με ~. β. η κύστη που περιέχει τη χολή: Tον χειρούρ γησαν για να του αφαιρέσουν τη ~. Έχει πέτρες στη ~, χολολιθίαση. ΦΡ (μου) έσπασε / (μου) κόπηκε η ~ μου (από φόβο), τρόμαξα πάρα πολύ. 2. (μτφ.) έκφραση κακότητας: Λόγια γεμάτα ~. Στάζουν ~ τα λόγια του. Έχυσε πάλι τη ~ του, εκφράστηκε πάλι με κακότητα για κπ.

[αρχ. χολή]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χοληδόχος -ος -ο [xoliδóxos] Ε14 : (ανατ.) που περιέχει ή που δέχεται χολή: ~ κύστη / πόρος.

[λόγ. < ελνστ. χοληδόχος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χοληστερίνη η [xolisteríni] Ο30 : (φυσιολ.) οργανική ένωση που βρίσκεται στους ιστούς, στο αίμα και στη χολή· χοληστερόλη: Tο υψηλό ποσοστό χοληστερίνης στο αίμα προκαλεί την αρτηριοσκλήρωση.

[λόγ. < γαλλ. cholestérine < chole- = χολη- + αρχ. στερ(εός) -ine = -ίνη]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χοληστερόλη η [xolisteróli] Ο30 : (φυσιολ.) χοληστερίνη.

[λόγ. < διεθ. cholester(ine) = χοληστερ(ίνη) -ol = -όλη]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χοληφόρος -ος -ο [xolifóros] Ε14 : (ανατ.) που διοχετεύει τη χολή: Xοληφόρα αγγεία. Xοληφόρες οδοί.

[λόγ. χολη- + -φόρος μτφρδ. γαλλ. voies biliaires]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες