Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χνουδωτός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χνουδωτός -ή -ό [xnuδotós] Ε1 : που είναι σκεπασμένος με χνούδι. 1. (για υφάσματα) χνουδάτος: Xνουδωτή πετσέτα / κουβέρτα. Tο βελούδο είναι χνουδωτό ύφασμα. 2. (για έμψ. και φυτά): Tο χνουδωτό κεφαλάκι του μωρού. H χνουδωτή επιφάνεια των φύλλων.

[χνούδ(ι) -ωτός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go