Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χλώρωση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χλώρωση η [xlórosi] Ο33 : 1.(βοτ.) κιτρίνισμα των φύλλων των φυτών, που το προκαλεί η έλλειψη φωτός. 2. (ιατρ.) είδος αναιμίας που οφείλεται σε έλλειψη σιδήρου και που προσβάλλει νεαρά κυρίως άτομα.

[λόγ. < γαλλ. chlorose < chlor(e) = χλώρ(ιον) -ose = -ωσις > -ωση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go