Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χλωροφόρμιο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χλωροφόρμιο το [xlorofórmio] Ο42 : άχρωμο υγρό που το χρησιμοποιούσαν στη χειρουργική ως αναισθητικό.

[λόγ. < γαλλ. chloroform(e) -ιον (chloro- = χλωρο- 1)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go