Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χλευαστικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χλευαστικός -ή -ό [xlevastikós] Ε1 : που χλευάζει ή που τον χαρακτηρίζει ο χλευασμός: Tου απάντησε με χλευαστικό τρόπο. χλευαστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. χλευαστικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go