Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χλαλοή
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χλαλοή η [xlaloí] Ο29 : (λαϊκότρ.) οχλοβοή.

[< *οχλαγωγή με προχωρ. αφομ. [l-γ > l-l], αποβ. του αρχικού άτ. φων. και του μεσοφ. [j] < ελνστ. ὀχλαγωγ(ία) μεταπλ. (ορθογρ. απλοπ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go