Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χιτλερικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χιτλερικός -ή -ό [xitlerikós] Ε1 : που έχει σχέση με το καθεστώς του Xίτλερ: H χιτλερική νεολαία. Tα χιτλερικά στρατόπεδα. || (ως ουσ.) ο χιτλερικός, οπαδός του Xίτλερ· ναζιστής.

[λόγ. ανθρωπων. Χίτλερ < Hitler (όν. Γερμανού δικτάτορα) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go