Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χιονόλευκος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χιονόλευκος -η -ο [xonólefkos] Ε5 : που έχει το άσπρο χρώμα του χιονιού.

[λόγ. χιονο- + λευκ(ός) -ος μτφρδ. αγγλ. snow-white]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go