Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χιονο
14 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χιονο- [ono] ή [iono] (στη σημ. 2) & χιονό- [onó] ή [ionó] (στη σημ. 2), όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & χιον- [on], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1α. αποτελείται από χιό νι: ~στιβάδα. β. είναι φτιαγμένο από χιόνι: χιονάνθρωπος. γ. είναι κατάλ ληλο για το χιόνι: ~πέδιλο. δ. έχει το χρώμα του χιονιού, είναι πάρα πολύ άσπρο: χιονόλευκος· χιονόμαλλος. 2. αναφέρεται στο χιόνι: χιονόμαζα, ~δρομία, ~δρομικός. || (επιστ.) ~μετρία· χιονόμετρο, ~κύλινδρος. 3. (με β' συνθετικό συνήθ. λέξη που εκφράζει καιρικό φαινόμενο) συνοδεύεται από πτώση χιονιού: ~θύελλα, ~καταιγίδα. || χιονόβροχο, χιονόνερο.

[θ. του ουσ. χιόν(ι) -ο- & λόγ. < αρχ. χιον(ο)- θ. του ουσ. χιών, ἡ ως α' συνθ.: αρχ. χιονό-βλητος `που τον χτυπάει το χιόνι΄ & μτφρδ.: χιο νο-θύελλα < αγγλ. snowstorm ή γερμ. Schneesturm]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χιονοδρομία η [xonoδromía & xionoδromía] Ο25 : άθλημα κατά το οποίο οι αθλητές, φορώντας ειδικά πέδιλα, γλιστρούν επάνω σε χιονισμένες πλαγιές σε ειδικά διαμορφωμένες πίστες· σκι1: Aγώνες χιονοδρομίας.

[λόγ. χιονοδρόμ(ος) -ία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χιονοδρομικός -ή -ό [xonoδromikós & xionoδromikós] Ε1 : που έχει σχέση με τις χιονοδρομίες: Xιονοδρομικό κέντρο. Xιονοδρομική πίστα. Xιονοδρομικοί αγώνες.

[λόγ. χιονοδρόμ(ος) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χιονοδρόμος ο [xonoδrómos & xionoδrómos] Ο18 : αθλητής της χιονοδρομίας· σκιέρ.

[λόγ. < χιονο- + -δρόμος κατά το ελνστ. ἁρματοδρόμος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χιονοθύελλα η [xonoθíela] Ο27α : δυνατός αέρας που συνοδεύεται από χιονόπτωση.

[λόγ. < χιονο- + θύελλα μτφρδ. αγγλ. snowstorm ή γερμ. Schneesturm]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χιονόλευκος -η -ο [xonólefkos] Ε5 : που έχει το άσπρο χρώμα του χιονιού.

[λόγ. χιονο- + λευκ(ός) -ος μτφρδ. αγγλ. snow-white]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χιονόνερο το [xonónero] Ο41 : βροχή από χιόνι που έχει λιώσει στην ατμόσφαιρα: Πέφτει / ρίχνει ~.

[χιόν(ι) -ο- + νερ(ό) -ο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χιονοπέδιλο το [xonopéδilo] Ο41 : καθένα από τα δύο ειδικά πέδιλα που χρησιμοποιούν οι χιονοδρόμοι· σκι.

[λόγ. χιονο- + πέδιλον απόδ. γερμ. Schneeschuh]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χιονοπόλεμος ο [xonopólemos] Ο20 : παιχνίδι στα χιόνια, στο οποίο ο ένας πετά στον άλλο μπάλες από χιόνι.

[λόγ. χιονο- + πόλεμος μτφρδ. γαλλ. bataille de neige]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χιονόπτωση η [xonóptosi & xionóptosi] Ο33 : το χιόνισμα: H μετεωρολογική υπηρεσία προβλέπει χιονοπτώσεις στη βόρεια Ελλάδα.

[λόγ. χιονο- + πτώ(σις) -ση μτφρδ. γερμ. Schneefall]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες