Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χιονίζει
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χιονίζει [xonízi] Ρ2.1α μππ. χιονισμένος : 1.πέφτει χιόνι: Xιονίζει στα βουνά. Φέτος δε χιόνισε καθόλου στην πόλη μας. || (μππ.) σκεπασμένος από χιόνι: Οι χιονισμένες στέγες των σπιτιών. Tα χιονισμένα βουνά. ΦΡ βρέξει*, χιονίσει. 2. (μτφ. στη μππ.) άσπρος σαν το χιόνι: Γέροντες και γριές με χιονισμένα κεφάλια.

[αρχ. χιονίζει]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go