Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χιλιανός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χιλιανός -ή -ό [xilianós] Ε1 : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στη Xιλή ή στους κατοίκους της ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Xιλιανή κυβέρνηση / πρωτεύουσα. 2. (ως ουσ.) ο Xιλιανός, θηλ. Xιλιανή, ο κάτοικος της Xιλής. || (ως επίθ.): Xιλιανοί ποιητές.

[λόγ. Xιλ(ή) -ιανός < γαλλ. Chili (ορθογρ. δαν.) < ισπαν. Chile]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες