Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χηρευάμενος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χηρευάμενος ο [xirevámenos] Ο20 θηλ. χηρευάμενη [xirevámeni] Ο32 : (οικ.) χήρος.

[χηρεύ(ω) -άμενος· χηρευάμεν(ος) -η]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες