Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χηλοειδές
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χηλοειδές το [xiloiδés] Ο (βλ. Ε10) : (ιατρ.) είδος υπερτροφικής ουλής.

[λόγ. < γαλλ. chéloïde < αρχ. χηλ(ή) στη σημ.: `χειρουργική λαβίδα σε μορφή χηλής΄ -ο- + -ide = -ειδές, ουδ. του -ειδής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες