Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χεριά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χεριά η [xerjá] Ο24 : (λαϊκότρ.) όσο πιάνει το χέρι, κυρίως για φυτά με μακριά κοτσάνια: Mια ~ χόρτο. Mάζευε χεριές χεριές τα αγριολούλουδα.

[μσν. χερέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < χέρ(ι) -έα > -ιά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go